αλυσιδώνω — (Μ ἁλυσιδῶ όω) δένω, συνδέω με αλυσίδες νεοελλ. 1. φράζω με αλυσίδες 2. ενώνω κρίκους μεταξύ τους για να κατασκευάσω αλυσίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλυσίδα. ΠΑΡ. μσν. ἁλυσίδωσις νεοελλ. αλυσίδωμα, αλυσιδωμένος] … Dictionary of Greek
αναχέω — ἀναχέω (Α) (Μ ἀναχύνω) μσν. ανασκάπτω, καταστρέφω αρχ. ενεργ. 1. χύνω κάτι σε μεγάλη ποσότητα 2. συσσωρεύω χώμα για να κατασκευάσω τύμβο 3. (μέσ., ομαι), εξαπλώνομαι, διαδίδομαι … Dictionary of Greek
κατεργάζομαι — (AM κατεργάζομαι) επεξεργάζομαι ένα υλικό για να κατασκευάσω κάτι από αυτό (α. «κατεργάζομαι τον χαλκό» β. «κατεργασμένο ατσάλι» γ. «τὸν κατειργασμένον σῑτον», Διον. Αλ. δ. «μέλι πολλὸν μὲν μέλισσαι κατεργάζονται», Ηρόδ.) αρχ. 1. (με ενεργ. και… … Dictionary of Greek
κλαδώνω — [κλαδί] 1. (για φυτά) αποκτώ κλαδιά 2. (για μεταξοσκώληκα) ανεβαίνω στα κλαδιά για να κατασκευάσω το κουκούλι 3. (σηροτρ.) τοποθετώ κάθετα κλαδιά, ιδίως από δρυ, στις κλίνες τών μεταξοσκωλήκων, ώστε αυτοί να ανεβούν επάνω τους και να σχηματίσουν… … Dictionary of Greek
κλαρώνω — [κλαρί] 1. (για μεταξοσκώληκα) ανεβαίνω στα κλαδιά για να κατασκευάσω βομβύκιο, κουκούλι 2. (για φυτά) πετώ κλαδιά, απλώνω τα κλαδιά και τα φύλλα μου για να περιβάλω κάτι … Dictionary of Greek
κτίζω — και χτίζω (AM κτίζω) 1. (για πόλη) ανεγείρω, ιδρύω, θεμελιώνω (α. «κτιζομένη πόλις», Φιλόδ. β. «ο Μέγας Αλέξανδρος έκτισε την Αλεξάνδρεια» γ. «Πάμμιλον πέμψαντες Σελινοῡντα κτίζουσι», Θουκ. δ. «Σμύρνην τὴν ἀπὸ Κολοφώνος κτισθεῑσαν», Ηρόδ.) 2.… … Dictionary of Greek
πισσώνω — πισσῶ, όω, ΝΑ, αττ. τ. πιττῶ, όω Α [πίσσα:] χρίω, αλείφω κάτι με πίσσα, κατραμώνω («πισσοῡν τὰς ὀροφάς», επιγρ.) αρχ. 1. επιχρίω ορειχάλκινα αγάλματα με πίσσα προκειμένου να κατασκευάσω τις μήτρες, τα καλούπια τους, ή αλείφω με πίσσα ορειχάλκινα… … Dictionary of Greek
προφυρώ — άω, Α 1. ζυμώνω προηγουμένως 2. μτφ. προετοιμάζω, προσχεδιάζω («ἔστιν κακόν μοι προπεφυραμένον», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + φυρῶ «αναμιγνύω νερό με αλεύρι για να κατασκευάσω ζυμάρι»] … Dictionary of Greek
υφαίνω — ὑφαίνω, ΝΜΑ, και φαίνω Ν, και επικ. τ. ὑφάω Α συμπλέκω νήματα με τον υφαντικό ιστό προκειμένου να κατασκευάσω ύφασμα (α. «τήν πήραν και τήν βάλανε στον αργαλειό να υφάνει», δημ. τραγούδι β. «καί κεν ἐν Ἄργει ἐοῡσα, πρὸς ἄλλης ἱστὸν ὑφαίνοις», Ομ … Dictionary of Greek
κατεργάζομαι — κατεργάστηκα, κατεργασμένος, εργάζομαι με κόπο και προσοχή πάνω σε υλικό για να κατασκευάσω κάτι απ αυτό, το επεξεργάζομαι: Κατεργάζομαι μέταλλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)